- κλοπή
- κλοπ-ή, ἡ, ([etym.] κλέπτω)A theft,
ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκη A.Ag.534
: pl., ib.402 (lyr.), E.Hel.1175;κλοπῆς δίκη Pl.Prt.322a
;ἱερῶν κλοπῆς δυοῖν ταλάντοιν γεγραμμένος Antipho 2.1.6
, cf. Ar.Eq.444, Pl.Euthphr.5d (pl.);κλοπῆς ὀφλεῖν And.1.74
;ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys.30.25
;κ. τῶν θησαυρῶν PAmh.2.79.63
(ii A.D.) ;σκεῦος . . ἐκφέρειν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐπὶ κλοπήν SIG997.5
([place name] Smyrna);κλοπῆς ἐν ταῖς εὐθύναις ἑάλωκεν D.24.112
, cf. Arist.Ath.54.2, Plu.Per.32; opp. ἁρπαγή, Pl.Lg. 941b.2 of authors, plagiarism, Porph. ap. Eus.PE10.3.II secret act or transaction, fraud,κλέπτουσα μύθοις κλοπάς E.HF100
;πράγματος μεγάλου κ. Aeschin.2.57
; κλοπῇ by stealth or fraud, S.Ph. 1025, E.Ion1254; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι, i.e. to steal away, S.Aj. 246 (lyr.).III in warfare, surprise, X.An.4.6.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.